- ἀποστοματίζοι
- ἀποστοματίζοῑ , ἀποστοματίζωteach by word of mouthpres opt act 3rd sgἀποστοματίζοῑ , ἀποστοματίζωteach by word of mouthpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.